Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Η τέχνη του αργαλειού στα Σουλιμοχώρια

Ο αργαλειός είναι η μηχανή που υλοποιεί σε υφαντά την αίσθηση του ωραίου και την ικανότητα της υφαντικής σύνθεσης. Είναι το εργαλείο εκείνο που έχει στενούς δεσμούς με το σπίτι, με τα όνειρα και τους πόθους κάθε Ελληνίδας.

Κάθε σχέδιο χρωματιστό και κάθε βελονιά στο κεντητό υφαντό ήταν και μία προσδοκία, μία λαχτάρα, ένας καημός. Ήταν η περηφάνια και ο βίος, ήταν το μεράκι της ψυχής κάθε υφάντρας πλούσιας η φτωχής.

Στον αργαλειό ύφαιναν αντρομίδες, σεντόνια, ύφασμα για πουκάμισα και γυναικεία φουστάνια, λιόπανα, κουρελούδες, χαλάκια, σακούλια κλπ. Έφτιαχναν υφαντά με σχέδια πουλιών, ζώων, δέντρων και άλλες παραστάσεις.

Τα υφαντά των Σουλιμοχωρίων διακρίνονταν ανέκαθεν για τη λεπτή τους, για τα θαυμάσια σχέδια, για τα ζωηρά ανεξίτηλα χρώματα.

Οι Σουλιμοχωρίτισσες έφτιαχναν τα περίφημα κοσμοξακουσμένα νήματα και υφαντά, που όπως μας πληροφορεί ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ, ήταν πανάκριβα, αφού πουλιόνταν προς 80 έως 100 πιάστρα η οκά.

«Οι γυναίκες του κολιού των Σουλιμοχωρίων, γνέθουν το μαλλί και το λινάρι, με τέτοια τελειότητα, ώστε τα νήματα αυτά πουλιούνται προς 80 έως 100 πιάστρα η οκά. Πλέκουν δε και υφαίνουν τόσο τέλεια πλεκτά και υφαντά, ώστε όλα είναι προαγορασμένα από τους αυθέντες του τύπου, Έλληνες και Τούρκους, τα οποία κάνουν – προσφέρουν δώρα στις γυναίκες των μεγαλουσιάνων, του Σουλτανικού χαρεμιού και των τοπικών παραγόντων κοτσαμπάσηδων, βοεβόδων, αγάδων κατήδων…» (Πουκεβίλ, "Ταξίδι στο Μωριά").

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν υπήρχε σπίτι στα χωριά που να μην είχε το ξύλινο αργαλειό του. Πολλά είναι τα δημοτικά τραγούδια που εξυμνούν τα καλά, αλλά και πολλά πάλι υπάρχουν που αναφέρονται στα βάσανα του αργαλειού. Πόση υπερηφάνεια κρύβει η δουλειά του αργαλειού και πόση η εκτίμηση που έχουν οι άνδρες στις γυναίκες, ώστε αρραβωνιαστικός λέει στην αγαπημένη του, όταν τη βλέπει στον αργαλειό της:

''Δικός μου είναι ο αργαλειός, δικό μου και το χτένι,

δική μου είναι η πέρδικα, που κάθεται και υφαίνει''.

Γνωστό είναι επίσης και το τετράστιχο:

''Τιμή μεγάλη και τρανή, πουν αργαλειός στο σπίτι,

το κάθε δόντι του χτενιού, αξίζει μαργαρίτη''.

Από τον αργαλειό τη ρόκα και το αδράχτι πολλά τραγούδια είναι εμπνευσμένα:

''Το παλικάρι το καλό, θέλει καλή γυναίκα,

να ξέρει ρόκα και αργαλειό, να ξέρει να κεντάει''.

Οι μητέρες και τα κορίτσια έλεγαν: «έχουμε (αδυνασιά) κορίτσια, πρέπει να φτιάσουμε προικιά». Έτσι με οδηγό την έμφυτη καλαισθησία τους και την παράδοση οι Σουλιμοχωρίτισσες, γριές και νιές από το πρωί μέχρι το βράδυ και τις νύχτες στα ατέλειωτα νυχτέρια, κάτω από το θαμπό φως της λάμπας πετρελαίου ή του καντηλιού ύφαιναν, έπλεκαν και κεντούσαν.

Σήμερα ο αργαλειός είναι παραμελημένος και σπάνια χρησιμοποιείται, γιατί όλα τα είδη προίκας τα προμηθεύονται οι νέες από το εμπόριο. Ο αργαλειός είναι σύνθετο εργαλείο, που αποτελείται από τον σκελετό που στήνεται και έχει τα εξής κομμάτια:

α) Δύο (2) αντιά: χοντρά κυλινδρικά ξύλα, που καταλήγουν σε τετράπλευρη κεφαλή. Το ένα βρίσκεται μπροστά στο στήθος της υφάντρας και το άλλο ακριβώς απέναντί της. Στο δεύτερο είναι περασμένο το στημόνι (κόκκινο ή λευκό βαμβακερό νήμα που τοποθετείτο κατά μήκος του αργαλειού τεντωμένο, πάνω στο οποίο γινόταν η ύφανση).

β) Απλώστρα: Ξύλινη ράβδος που περνάει από τις τρύπες του «αντιού» και το κρατάει σταθερό.

γ) Χτένι από μιτάρια: Πάνινες χοντρές κλωστές μέσα από τις οποίες περνάει το στημόνι.

δ) Ξυλόχτενο: Σκελετός ξύλινος ειδικής κατασκευής, μέσα στο οποίο τοποθετείται το χτένι που η υφάντρα πιέζει για να «στρώσει» το υφαντό κάθε φορά που περνάει η σαΐτα (ξύλο ελλειψοειδές που ήταν σκαμμένο εσωτερικά και κατά μήκος συγκρατούσε μια βέργα. Στη βέργα τύλιγαν το βαμβακερό νήμα που με το πέταγμα περνούσε μέσα στο στημόνι).

ε) Ποδαρικά: Είναι ξύλα που πατούν τα πόδια και δουλεύει ο αργαλειός και ανοίγουν τα στημόνια για να περνούν οι σαΐτες.

στ) Μπροστίδα: Δύο μεταλλικές πλάκες με τρύπα στη μέση και δοντάκια στις άκρες να κρατούν τις ούγες και να είναι τεντωμένο το ύφασμα (βιλάρι).

ζ) Καλαμιά: Κάνουν το «σταύρωμα» του νήματος.

η) Μαγκουρίτσες: Ξύλα που καταλήγουν σε διχάλα στερεωμένη σε ορισμένο ύψος πάνω από το οποίο κρατούν τα «μιτάρια».

θ) Χτένι: Μέσα από αυτό περνούν οι κλωστές του στημονιού.


Σημ: Οι πληροφορίες είναι του Λεωνίδα Γ. Θεοχάρη και η φωτογραφία από το Λαογραφικό Μουσείο της οικογένειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου