Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Ρεπορτάζ της εφημερίδας ''Ελευθερία'' στο χωριό μας

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΠΟΥ ΟΡΚΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΝΤΡΕΔΕΣ
ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
Μπορεί άλλοτε να ήταν ένα από τα κεφαλοχώρια της ευρύτερης περιοχής, έχοντας μάλιστα μια ένδοξη ιστορία στα δρώμενα αυτού του τόπου και να έσφυζε από ζωή. Σήμερα όμως δεν έχει παρά ελάχιστους μόνιμους κατοίκους, που τον χειμώνα ίσα που φτάνουν τους 35. Ο λόγος για το Άνω Δώριο, ή Σουλιμά όπως είναι γνωστότερο στους παλαιότερους: το χωριό στο οποίο ορκίστηκαν οι Ντρέδες παίρνοντας τα άρματα στην επανάσταση του 1821 και ξεκινώντας να ελευθερώσουν την πατρίδα, ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τους άλλους αγωνιστές και γράφοντας χρυσές σελίδες στο βιβλίο της Ιστορίας.
Σήμερα όμως το χωριό, παρόλο που διατηρείται σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, με το σύνολο σχεδόν των σπιτιών του ανακαινισμένα, δεν συναντά κανείς παρά ελάχιστους κατοίκους - οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι συνταξιούχοι. Και μόνο ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Το Άνω Δώριο όμως έχει εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον και κλίμα, που αφού όπως μας είπαν χαρακτηριστικά... «ζωντανεύει ακόμη και νεκρούς».
Η ζωή τώρα τους χειμερινούς μήνες με τον λιγοστό κόσμο κυλά απολύτως ήρεμα και ήσυχα. Τα πράγματα αλλάζουν βέβαια κάπως το καλοκαίρι, αλλά και τις γιορτές όπως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, όπου το χωριό αποκτά ζωή.
Πολλοί από αυτούς που έχουν φύγει επιστρέφουν για να περάσουν τις διακοπές τους, φροντίζοντας να κρατάνε πάντα ζωντανούς τους δεσμούς με το χωριό τους, αλλά και να περνάνε αυτή τη νοοτροπία στις νεότερες γενιές.
Επισκεπτόμε
νοι πάντως το Άνω Δώριο πριν από λίγες μέρες, ενώ περιμέναμε ότι στο καφενεδάκι που είναι στην πλατεία του χωριού θα υπήρχε κόσμος, διαπιστώσαμε ότι ήταν κλειστό και δεν υπήρχε κανείς.
Κάνοντας μια βόλτα στους δρόμους, συναντήσαμε έναν κάτοικο, τον Νικόλαο Λυμπερόπουλο, ο οποίος μας εξήγησε ότι δεν έχει κόσμο τώρα το χειμώνα... γι' αυτό και δεν ανοίγει όλες τις ώρες το καφενείο. Μας είπε ότι ο ίδιος έχει εγκατασταθεί εδώ και 12 χρόνια μόνιμα στο χωριό με τη σύζυγο του.
Από εδώ είχε φύγει το 1958 για τη Βενεζουέλα. «Τότε», μας είπε, «είχε 740 άτομα και όταν γύρισα το 1998 βρήκα 38 άτομα μόνιμους κατοίκους... και σήμερα είμαστε περίπου 35. Μόνο στις γιορτές και το καλοκαίρι έχει κόσμο πλέον.
Εμένα το χωριό είναι που με τραβάει. Μάλιστα ήρθα λόγω της γυναίκας μου, η οποία είχε αρρωστήσει και οι γιατροί μας είχαν πει ότι θα τελείωνε. Έτσι αποφασίσαμε να έρθουμε εδώ και πλέον οι γυναίκα μου είναι μια χαρά! Αφού ο ένας γιατρός που την παρακολουθούσε από τη Βενεζουέλα εξεπλάγη και ήρθε να τη δει εδώ! Είναι ένα χωριό που έχει πολύ καλό κλίμα - και πεθαμένος να έρθεις ανασταίνεσαι. Και δεν το λέω μόνο εγώ, όλος ο κόσμος το λέει. Από ό,τι βλέπω όμως εδώ, όσο πάει το χωρίο και ερημώνει. Καταστράφηκε λόγω του ρεύματος και του δρόμου: Όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός οι περισσότεροι σηκώθηκαν κι έφυγαν - ενώ αν υπήρχε τότε δρόμος και ρεύμα, δεν θα έφευγε κανείς. Εδώ τώρα τα πράγματα είναι ήσυχα, ήσυχα περνά η ζωή μας. Τον χειμώνα ειδικά θα έλεγα έχουμε ερημιά. Κάνω καμιά βόλτα στο χωριό και όλη μέρα ασχολούμαστε γύρω από το σπίτι, αφού όλοι είμαστε συνταξιούχοι. Δεν υπάρχουν πλέον οι καλλιέργειες που ήταν παλιά. Το χωριό μας είναι ένα από τα ιστορικά χωριά της περιοχής, αφού από εδώ ξεκίνησε η Επανάσταση, αλλά δυστυχώς δεν το βλέπουμε γραμμένο στην Ιστορία. Είναι ένα όμορφο χωριό και τώρα από την άνοιξη και μετά έχει περισσότερο κόσμο. Εγώ προσωπικά δεν το αλλάζω με τίποτα. Είχα πάρει σπίτι στην Αθήνα για να ζήσω αλλά το έδωσα... δεν μπορούσα να καθίσω».
Η επόμενη κάτοικος που συναντήσαμε ήταν η Σπυριδούλα Αλλαγιάννη, ιδιοκτήτρια του καφενείου, που μας είπε:
«Τώρα το χειμώνα υπάρχει μοναξιά. Παλιά είχε ζωή εδώ πέρα, τώρα μόνο καμία 35αριά είμαστε. Εγώ θυμάμαι που πηγαίναμε σχολείο και είχε 100 παιδιά! Μόνο ηλικιωμένους έχει τώρα το χωριό, κι αυτοί κάθονται μέσα στα σπίτια τους - αν έχει κανένας, ασχολείται και με τις κατσίκες ή τίποτα τέτοιο.
Στο καφενείο που έχω, αν θα βγουν θα είναι 5-6 άτομα. Είναι ένα καφενείο που είναι 400 χρόνια... 4 γενιές το έχουμε. Ήταν από τον παππούλη του πατέρα μου - και τώρα το έχω εγώ.
Τα παλιά χρόνια εδώ είχε πολλή ζωή αλλά εμείς σαν παιδιά δεν είχαμε τις ευκολίες που έχουν σήμερα τα παιδιά. Τότε το κάθε σπίτι είχε από 8 παιδιά και σήμερα μόνο γέροντες είναι. Τότε έσπερναν σιτάρια, καλαμπόκια αλλά έβαζαν και ποτιστικά κάτω στο Αϊ-Γιώργη.
Είχαν κτηνοτροφία και πολλά βόδια, με όλα αυτά ζούσαν. Σήμερα δεν έχουμε πάρα 3 κτηνοτρόφους.
Πάντως για να περνάς τη ζωή σου καλά είναι εδώ, ήρεμα. Το καλοκαίρι το χωριό γεμίζει, όπως και το Πάσχα αλλά και τα Χριστούγεννα. Όπως πάει όμως το χωριό θα ερημώσει. Αν φύγουμε και εμείς οι ηλικιωμένοι θα έρθουν να μείνουν οι νεότεροι; Δεν το νομίζω. Τα σπίτια βέβαια έχουν φτιαχτεί και φτιάχνονται συνέχεια... αλλά δύσκολα νομίζω θα γυρίσουν πίσω οι νέοι».
Ένας από τους νεότερους κατοίκους του χωριού, που ασχολείται με την κτηνοτροφία, είναι ο Αντώνης Αναγνωστόπουλος που μας είπε:
«Εμείς έχουμε 50 πρόβατα και οι άλλοι κτηνοτρόφοι ακόμη περισσότερα. Εδώ το χειμώνα είναι πολύ ήσυχα τα πράγματα, δραματικά θα έλεγα... αφού δεν υπάρχει κάτι να κάνεις πέρα από τις δουλειές σχετικά με την κτηνοτροφία.
Τώρα το χωριό δεν έχει πάνω από 35 άτομα που μένουν εδώ. Εγώ το έχω θυμηθεί παλιότερα με περισσότερο κόσμο, κι όπως έχω ακούσει, παλιά ήταν γεμάτο ζωή με σχολεία, ειρηνοδικείο και πολλή ζωή.
Τώρα, μόνο το καλοκαίρι είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα, που έχει κόσμο, αφού ξεπερνά τα 300 άτομα».


Ρεπορτάζ: Κώστας Μπούρας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου